βουτυρίλα

βουτυρίλα
η вкус, запах масла

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βουτυρίλα" в других словарях:

  • βουτυρίλα — η 1. η μυρωδιά του βουτύρου: Το γλυκό μύριζε έντονα βουτυρίλα. 2. η γεύση του βουτύρου: Η βουτυρίλα είναι πολύ έντονη γεύση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουτυρίλα — η η οσμή ή γεύση του βουτύρου …   Dictionary of Greek

  • -ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»